- σακουλιάζω
- σακουλιάζω, σακούλιασα, σακουλιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σακουλιάζω — Ν [σακούλα] 1. (μτβ.) τοποθετώ κάτι μέσα σε σάκο ή σε σακούλα, σακιάζω 2. (αμτβ.) (για ένδυμα ή δέρμα) έχω ελαττωματική εφαρμογή, σχηματίζω κολπώματα, ζάρες … Dictionary of Greek
σακουλιάζω — σακούλιασα, σακουλιασμένος 1. μτβ., βάζω σε σακούλα. 2. αμτβ., δεν εφαρμόζω καλά: Το φόρεμα σακουλιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακούλιασμα — το, Ν [σακουλιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακουλιάζω, το σάκιασμα 2. (για ένδυμα ή δέρμα) ελαττωματική εφαρμογή, σχηματισμός κολπωμάτων … Dictionary of Greek
θυλακίζω — (Α) [θύλακος] 1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω 2. συνεκδ. επαιτώ … Dictionary of Greek
σακιάζω — Ν [σάκος] βάζω κάτι μέσα στον σάκο, σακουλιάζω, τσουβαλιάζω («σακιάζω το στάρι») … Dictionary of Greek